ντελμπεντέρης
Смотреть что такое "ντελμπεντέρης" в других словарях:
ντελμπεντέρης — ο βλ. ντερμπεντέρης … Dictionary of Greek
ντερμπεντέρης — και ντελμπεντέρης, ισσα, ικο ανοιχτόκαρδος, λεβέντης. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. derbeder «αλήτης». Ο τ. ντελμπεντέρης με ανομοίωση] … Dictionary of Greek